γυφτιά

γυφτιά
η
1. ρυπαρότητα, ακαταστασία
2. μικροπρέπεια, τσιγγουνιά
3. συμπεριφορά που ταιριάζει σε γύφτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυφτιά — η 1. ακαταστασία και έλλειψη καθαριότητας. 2. μτφ., τσιγκουνιά: Από τη γυφτιά του δεν κάνει ποτέ δώρα στα παιδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυφτίλα — η 1. δυσοσμία από τη ρυπαρότητα τού γύφτου 2. η γυφτιά …   Dictionary of Greek

  • κατσιβελιά — η [κατσίβελος] 1. το γνώρισμα τού κατσίβελου, η νομαδική ζωή 2. πράξη που αρμόζει σε κατσίβελο, γυφτιά …   Dictionary of Greek

  • κατσιβελιά — η γυφτιά, μικροπρέπεια: Αυτό που κάνεις είναι κατσιβελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”